λιγνιτωρύχος

λιγνιτωρύχος
ο шахтёр на лигнитовой шахте, рабочий карьера

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "λιγνιτωρύχος" в других словарях:

  • λιγνιτωρύχος — ο εργάτης λιγνιτωρυχείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγνίτης + ωρύχος (< ὀρύσσω), πρβλ. αδαμαντ ωρύχος, τυμβωρύχος] …   Dictionary of Greek

  • λιγνιτωρύχος — ο ο εργάτης του λιγνιτωρυχείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιγνιτωρυχείο — το [λιγνιτωρύχος] ορυχείο λιγνίτη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»